- ἀνοιδίσκω
- ἀνοιδ-ίσκω,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανοιδίσκω — ἀνοιδίσκω (Α) 1. κάνω κάτι να φουσκώσει 2. (με παθ. σημ.) ανοιδώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οιδίσκω «εξογκώνω, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek
προσανοιδίσκω — Α προσανοιδῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνοιδίσκω «κάνω κάτι να φουσκώσει, φουσκώνω»] … Dictionary of Greek